- ἀμορβεύς
- ἀμορβ-εύς, έως, ὁ,A = ἀμορβός, Opp.C.3.295.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμορβῆες — ἀμορβεύς masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμορβέων — ἀμορβέω follow pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ἀμορβεύς masc gen pl ἀμορβέω̆ν , ἀμορβεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμορβός — ἀμορβός, ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α) 1. ακόλουθος, υπηρέτης 2. βοσκός, χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. αντί *ἁμαρβὸς < ἁμαρτὴ «ταυτόχρονα, μαζί με» + βῆναι. ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβαῖος, ἀμορβεύς, ἀμορβεύω, ἀμορβέω, ἀμορβής, ές] … Dictionary of Greek